Πάνω από το 1/3 των 200 εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα αποδίδουν στο Brexit τη σημαντική πτώση που έχουν καταγράψει οι πωλήσεις τους, ενώ εκφράζουν ανησυχίες ότι αν δεν βρεθεί σύντομα λύση στο πρόβλημα δεν θα είναι σε θέση να κλείσουν νέες εμπορικές συμφωνίες, θέτοντας σε αμφισβήτηση τη βιωσιμότητά τους. Μάλιστα, πάνω από τις μισές εταιρείες έχουν να αντιμετωπίσουν και τα αυξημένα έμμεσα και άμεσα κόστη που σχετίζονται με τις νέες διαδικασίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εξαγωγές προς τη Γερμανία μειώθηκαν κατά 56% μέσα σε μόλις ένα χρόνο, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1,6 δις ευρώ (1,4 δις λίρες).
Η κυβέρνηση ήδη δέχεται πολύ μεγάλη πίεση να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ από τους επίσημους φορείς του κλάδου, μιας και η ένωση αντιπροσωπεύει το 50% του συνόλου των εισαγωγών και εξαγωγών της χώρας. Κύρια ανησυχία όλων είναι ο αντίκτυπος στη βρετανική οικονομία, αλλά και στις θέσεις εργασίας. Την ίδια ώρα, η υπουργός Διεθνούς Εμπορίου Λιζ Τρας προωθεί εμπορικές συμφωνίες με άλλους εταίρους, εκτός ΕΕ, παρόλο που οι αναλύσεις της κυβέρνησης υποδεικνύουν ότι τέτοιου είδους συμφωνίες δεν θα αντισταθμίσουν πλήρως τις επιπτώσεις του Brexit στην οικονομία.
Αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον την ερχόμενη Τρίτη, 16 Μαρτίου, η δημοσίευση της στρατηγικής στον τομέα εξωτερικής πολιτικής της βρετανικής κυβέρνησης που θα περιλαμβάνει και τις προτεραιότητες σε σχέση με το διεθνές εμπόριο στη μετά-Brexit εποχή.